ἄλσους

ἄλσους
ἄλσος
grove
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… …   Dictionary of Greek

  • αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… …   Dictionary of Greek

  • αλσοκόμος — ο (Α ἀλσοκόμος) αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλσος + κόμος < κομῶ. ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός αρχ. ἀλσοκομῶ] …   Dictionary of Greek

  • αλσοφύλακας — ( αξ), ο φύλακας άλσους, δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. άλσος + φύλαξ ( ακας)] …   Dictionary of Greek

  • διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… …   Dictionary of Greek

  • ευάρματος — εὐάρματος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.) 2. νικητής στο αγώνισμα τής αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ άρματος, χρυσ άρματος] …   Dictionary of Greek

  • τεμένιος — ία, ον, Α [τέμενος] 1. τεμενικός* 2. το θηλ. ἡ τεμενία προσωνυμία τής Εστίας 3. φρ. «φυλλὰς τεμενία» τα δένδρα και τα φύλλα τού ιερού άλσους (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

  • αλσοφύλακας — ο ο φύλακας του άλσους, του πάρκου: Ο αλσοφύλακας έκανε παρατήρηση στα παιδιά που έπαιζαν στην πρασινάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”